-
1 αδιάλειπτος
αδιάλειπτος, -η, -οнепрестанный:η αδιάλειπτη προσευχή — непрестанная молитва, (1 Θες. 5, 17)
αδιαλείπτως προσεύχεσθε (1 Фес. 5, 17) — непрестанно молитесь;
η αδιάλειπτη ακολουθία — непрерывная служба – двадцатичетырехчасовое богослужение осуществляемое в некоторых монастырях, см. εικοσιτετράωρη ακολουθία
Этим.< α- (отриц. приставка) + διαλείπω «прекращать, оставлять»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αδιάλειπτος
См. также в других словарях:
νηπτικός — ή, ό (Α νηπτικός, ή, όν) [νήπτης] αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετός νεοελλ. φρ. α) «νηπτική θεολογία κίνηση και τάση τής ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο τής οποίας είναι … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek